- αναγκαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία: Θα γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση πενήντα χιλιάδων στρεμμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναγκαστικός — compulsory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαστικός — ή, ό (Α ἀναγκαστικός, ή, όν) 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος 2. καταπιεστικός, φορτικός 3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. ῶς) με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από… … Dictionary of Greek
ἀναγκαστικά — ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc pl ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc/acc dual ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικώτερον — ἀναγκαστικός compulsory adverbial comp ἀναγκαστικός compulsory masc acc comp sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικῶν — ἀναγκαστικός compulsory fem gen pl ἀναγκαστικός compulsory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικόν — ἀναγκαστικός compulsory masc acc sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικώτατα — ἀναγκαστικός compulsory adverbial superl ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικαῖς — ἀναγκαστικός compulsory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικαί — ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικοῖς — ἀναγκαστικός compulsory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)